- ξαναχωνεύω
- (σχετικά με μέταλλα) τήκω πάλι, αναχωνεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναχωνεύω — (Α ἀναχωνεύω) (σε μέταλλα) τήκω πάλι, ξαναχωνεύω αρχ. ξαναγεννώ, (με έννοια ηθική) αναγεννώ, βελτιώνω … Dictionary of Greek
ξαναχώνεμα — το [ξαναχωνεύω] η εκ νέου τήξη μετάλλου, αναχώνευση … Dictionary of Greek